καμπυλοειδῶς

καμπυλοειδῶς
καμπυλοειδής
appearingcrooked
adverbial (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καμπυλοειδής — ές (Α καμπυλοειδής, ές) αυτός που έχει καμπύλο σχήμα, καμπυλόσχημος, καμπυλόμορφος. επίρρ... καμπυλοειδῶς (Α) με τρόπο καμπυλοειδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλος + ειδής (< εἶδος), πρβλ. ατρακτο ειδής, σφαιρο ειδής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”